- γονήν
- γονήoffspringfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γόνην — γονάω imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) γονάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσπορος — η, ο (AM ἄσπορος, ον) εκείνος στον οποίο δεν έχουν σπείρει τίποτε, ο άσπαρτος («άσπορο χωράφι», «άσπορα άρουρα») νεοελλ. 1. αυτός που δεν έσπειρε το χωράφι του («ένα χρόνο άσπορος πέντε χρόνια έρημος») 2. εκείνος που δεν έχει σπέρμα ή σπόρους… … Dictionary of Greek
λάζομαι — λάζομαι, επικ. και ιων. τ. λάζυμαι (Α) 1. λαμβάνω, παίρνω, δράττομαι, αρπάζω (α. «λάζετο δὲ μάστιγα καὶ ἡνία», Ομ. Ιλ. β. «πάλιν δ ὅ γε λάζετο μῡθον», Ομ. Ιλ.) 2. δέχομαι κάτι που μού προσφέρεται («λάζυται τὴν γονήν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… … Dictionary of Greek
οικονομικός — ή, ό θηλ. και ιά (ΑΜ οἰκονομικός, ή, όν) [οικονόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οικονομία (α. «οικονομική μελέτη» β. «η οικονομική κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει») 2. (για πρόσ.) συντηρητικός στις δαπάνες του, φειδωλός, λιτός… … Dictionary of Greek
τεκτονεύω — ΜΑ [τέκτων, ονος] 1. εργάζομαι ως τέκτων («δεῑ τοὺς τεκτονεύοντας μηκέτι φαίνεσθαι», Ήρων) 2. επεξεργάζομαι, κατασκευάζω κάτι («κυματουμένην τὴν γονὴν ἔνδον τεκτονεύει») … Dictionary of Greek
υπεκκαθαίρω — Α (συν. το παθ.) ὑπεκκαθαίρομαι καθαρίζομαι από κάτω («ἢν συλλάβῃ τὴν γονὴν καὶ κυήσῃ, ὑπεκκαθαίρεται», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκκαθαίρω «καθαρίζω εντελώς»] … Dictionary of Greek